- μνηστευτικός
- η , ό[ν] обручальный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μνηστευτικός — ή, ό (Α μνηστευτικός, ή, όν) [μνηστεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μνηστεία ή αυτός που προέρχεται από τη μνηστεία … Dictionary of Greek